Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



σαβανώσῃ, νὰ τὰ


Ερμηνεία:

[γ΄ ενικό πρόσωπο αορ. υποτακτ. του σαβανώνω] 



Ετυμολογία:

[σάβανο (το νεκρικό σεντόνι) < λέξη με σημιτική ρίζα] περιτυλίσσω ή καλύπτω νεκρό με λευκό συνήθως ύφασμα, σεντόνι ή ρούχο, προκειμένου να ακολουθήσει η ταφή του]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

.... N’ ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον… [Ο έρωτας στα χιόνια]*



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: